- πέτεσθαι
- πέτομαιflypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
парить — I парить I, парю, др. русск. парити, парю, ст. слав. парити, парѭ πέτεσθαι (Супр.). Связано чередованием с перѫ, пьрати лететь . Ср. др. инд. рāraуаti ведет , авест. рārауеiti – то же, др. сакс. fôrian вести , гот. fаrаn ехать , др. инд. рiраrti … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek